- ὑπείλλω
- ὑπείλλω, or [full] ὑπίλλω (both forms in codd.), [tense] aor. perh. ὑπῖλα,A draw in, contract,
οὐρὰν δ' ὑπίλασ' ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο E. Fr.540
(ὑπίλλας codd.Ael., ὑπήλας codd.Ath., ὑπείλλει codd.Erot.);μηδεὶς μοχθηρὸς ἄπορος ὑπείλλων καὶ ὑποστέλλων ἀχρηματίας οἴκτῳ τὸ δίκην δοῦναι παρακρουέσθω
evading,Ph.
2.348.II keep shut,σοὶ δ' ὑπίλλουσιν στόμα S.Ant.509
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.